Nικόλας Ακτύπης

Ο Παναγιώτης ο Γιαννάκης σε πηγάδι κατούρησε;

Μεγαλύτερος όλων ο Νίκος Γκάλης. Να δώσουμε το όνομά του και στο ΣΕΦ και στο ΟΑΚΑ και στο μπάσκετ το ίδιο άμα λάχει. Με τους άλλους σπουδαίους θα κάνουμε τίποτα ή έκαναν σε πηγάδι την ανάγκη τους;

Και… νονός, λοιπόν, ο Σταύρος Κοντονής! Σε timing που μάλλον δεν περίμενε κανείς ο υφυπουργός Αθλητισμού πέταξε την ιδέα-απόφαση να δοθεί το όνομα του Νίκου Γκάλη στο ΟΑΚΑ και από εκείνο το σημείο και μετά ο καθένας εκθέτει σε δημόσια… διαβούλευση τη λιγότερο ή περισσότερο βαρύνουσα άποψή του για το θέμα.

Γράφει ο Νικόλας Ακτύπης

Το μέγεθος και η έκταση της επιρροής του «γκάνγκστερ» στο ελληνικό μπάσκετ είναι κάτι που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια μιας αθλητικής προσωπικότητας. Αυτός ο τύπος αποτέλεσε ένα κοινωνικό φαινόμενο, έδωσε σε έναν ολόκληρο λαό για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια την πίστη πως μπορούμε να… νικήσουμε τους άλλους, συναίσθημα πολύ μακρινό και ξένο βέβαια για τις πιο πρόσφατες γενιές που ζουν (;) και αναπνέουν υπό καθεστώς μνημονίου.

Επιπλέον, δεν χωρά αμφιβολία πως χάρις σε αυτόν ακολούθησε η «έκρηξη της μπασκέτας» και λόγω του θαύματος του ’87, ήρθαν όλες οι επόμενες φουρνιές που γιγάντωσαν το άθλημα και το έφεραν στη θέση που βρίσκεται σήμερα.

Απλησίαστος και κορυφαίος όλων, λοιπόν, ο Νικ. Αλλά δεν ήταν ποτέ μόνος. Ούτε όταν μας καθήλωνε της Πέμπτες με τα ματς του Άρη στο «Αλεξάνδρειο», που πλέον ως σάλα φέρει ΔΙΚΑΙΩΣ το όνομά του, ούτε εκείνο το καλοκαίρι πριν κοντά 30 χρόνια όταν η Εθνική γονάτιζε Σοβιετικές Ενώσεις και Γιουγκοσλαβίες στο ΣΕΦ.

Ακόμη κι αν ο υφυπουργός αποφάσιζε, όπως κάνουν κάτι τρελαμένοι κυβερνώντες σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, να αλλάξει το όνομα του ίδιου του αθλήματος και αντί για «μπάσκετ» ή «καλαθόσφαιρα» να το λέγαμε «Γκάλης», θα έβρισκε πολλούς να συμφωνήσουν μαζί του.

Ωστόσο, από τη στιγμή που ήδη υπάρχει το «Nick Galis Hall», είναι κομματάκι άδικο να συνεχίζουμε να «βαφτίζουμε» τα κλειστά με το όνομά του. Ειδικά όταν άλλοι μεγάλοι «ήρωες» εκείνων των χρόνων δεν έχουν τιμηθεί ανάλογα. Αυτόματα το μυαλό πηγαίνει στον Παναγιώτη Γιαννάκη. Πριν το σημερινό debate «Διαμαντίδης ή Σπανούλης» υπήρχε μία κοινή διαπίστωση η οποία δεν χωρούσε αμφισβήτηση. Ο «δράκος» υπήρξε το σπουδαιότερο προϊόν του ελληνικού μπάσκετ. Αντίθετα από τον συμπαίκτη του σε Άρη και Εθνική, γεννήθηκε στην Ελλάδα, έμαθε μπάσκετ στην Ελλάδα, ήταν ο αρχηγός της Εθνικής. Με λίγα λόγια αποτέλεσε 100% «παιδί» της ντόπιας παραγωγικής διαδικασίας. Επιπλέον και πέρα όλων των άλλων, δίχως να χρειάζεται κανείς να μπει σε συγκρίσεις (αφού δεν χωρούν τέτοιες) ο Γιαννάκης σήκωσε μια Ευρωλίγκα με τον Παναθηναϊκό, πράγμα που ίσως είναι αδιάφορο στην παρούσα συζήτηση, αλλά παράλληλα συνέχισε και συνεχίζει να προσφέρει στο χώρο όντας ζωντανό και ενεργό κύτταρο του οργανισμού που λέγεται ελληνικό μπάσκετ.

Δεν αποσύρθηκε ούτε επαναπαύτηκε στις δάφνες του παρελθόντος, αλλά παραμένει εδώ γύρω με μια σεμνότητα και ταπεινότητα που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με την προσφορά του.

Όταν έκανε το… λάθος να αναλάβει τη θέση του προπονητή του Ολυμπιακού, ακολούθησε η «αποκαθήλωση» του από τα λάβαρα των ευρωπαϊκών του τριφυλλιού στο ΟΑΚΑ. Από… οπαδική άποψη, ας δεχτούμε πως αυτό δικαιολογείται. Η Πολιτεία, όμως, δεν έχει το παραμικρό δικαίωμα να αγνοεί ούτε εκείνον, ούτε οποιονδήποτε άλλον. Εκτός κι αν κάνει την… έκπληξη και προχωρήσει σε αντίστοιχη ονοματοδοσία του ΣΕΦ, του γηπέδου δηλαδή που σε αντίθεση με το Ολυμπιακό Στάδιο, συνδέθηκε όσο κανένα άλλο με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φασούλα και τα άλλα παιδιά…

Ακολουθήστε τον bwinΣΠΟΡ FM 94.6 στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι τα τελευταία νέα από την Ελλάδα και τον κόσμο.

close menu
x